γυναικαρέσκεια

γυναικαρέσκεια
η
αβρότητα προς τις γυναίκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυναικάρεσκος. Η λ. μαρτυρείται στον Αδαμάντιο Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”